Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



σηκωθῇ, νὰ


Ερμηνεία:

 [γ΄πρόσωπο ενικού του αορίστου υποτακτικής ρ. σηκώνομαι] … Ἅπαξ ἐδοκίμασε νὰ σηκωθῇ, καὶ εἶτα ἐναρκώθη… [Ο έρωτας στα χιόνια].



Ετυμολογία:

[μεσαιωνικό ρ. < σηκόω, ῶ (ζυγίζω, ισορροπώ) < (Όμηρ.) ο σηκός(περίφρακτος τόπος, μάνδρα)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… Ἅπαξ ἐδοκίμασε νὰ σηκωθῇ, καὶ εἶτα ἐναρκώθη… [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: